- δευτερώση
- δευτέρωσιςsecond rankfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτέρωση — η (AM δευτέρωσις) η επανάληψη μσν. το σύνολο τών ιουδαϊκών παραδόσεων αρχ. 1. η δεύτερη σειρά ή τάξη … Dictionary of Greek
δευτερώσῃ — δευτερώσηι , δευτέρωσις second rank fem dat sg (epic) δευτερόω do the second time aor subj mid 2nd sg δευτερόω do the second time aor subj act 3rd sg δευτερόω do the second time fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροδία — και (ορθότερον) δευτερῳδία, η (Α) η επανάληψη, η δευτέρωση αριθμού … Dictionary of Greek